Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ιύγγιος — Ἰύγγιος, ὁ (Α) (ενν. μην) [ιυγγίης] επιγρ. ονομασία ενός μήνα στη Θεσσαλία … Dictionary of Greek
Ἰύγγιον — Ἰύγγιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)